Μια εκπληκτική φωτογραφική παρουσίαση στη μνήμη του μεγάλου φωτορεπόρτερ και πολεμικού ανταποκριτή, Γιάννη Μπεχράκη, δημιούργησε η Κορίνθια Ολγα Παπαλεξάνδρου.
“Με μεγάλο θαυμασμό και σεβασμό στο έργο του Γιάννη Μπεχράκη, του φωτογράφου που ήταν πάντα στην πρώτη γραμμή του πολέμου και της προσφυγιάς, καταγράφοντας την σκληρή πραγματικότητα, ώστε να μην μπορεί κανείς να πει “δεν ήξερα” “, αναφέρει η Ολγα κάτω από την εν λόγω παρουσίαση στο YouTube.
Oπως υπογραμμίζει η ίδια, “η παρουσίαση αυτήείναι μόνο ένα μικρό μέρος από το άπειρο υλικο που έψαξα και μελέτησα, σχετικά με τον Γιάννη Μπεχρακη. Περιλαμβάνει κυρίως υλικό από το προσφυγικό και ελάχιστο από τα πάρα πολλά μέρη στα οποία ξέσπασαν πόλεμοι και ήταν εκεί για να τους καταγραψει με τον φακό του”.
ΕΔΩ η φωτογραφική παρουσίαση της Ολγας Παπαλεξάνδρου, καθώς το YouTube δεν μας επιτρέπει την εφαρμογή, γιατί όπως αναφέρει περιέχεται υλικό που είναι ακατάλληλο για παιδιά
Ποιος ήταν ο Γιάννης Μπεχράκης
«Πάντα θέλω να είμαι όπου με χρειάζονται-να βλέπω με την ψυχή και τα μάτια τους» έλεγε ο βραβευμένος φωτορεπόρτερ Γιάννης Μπεχράκης, κάθε φορά που ένας δημοσιογράφος τον ρωτούσε αν είναι αμέτοχος σε όλα όσα απαθανατίζει.
Με πραγματικό κίνδυνο της ζωής του και αντιμετωπίζοντας τον θάνατο που κατάφερε να του στήσει την πιο αποτελεσματική ενέδρα, βρέθηκε στα πιο επικίνδυνα μέτωπα: από τον εμφύλιο στη Γιουγκοσλαβία μέχρι την αιματοβαμμένη Τσετσενία, το Αφγανιστάν, την Παλαιστίνη, τη Σιέρα Λεόνε.
Ήταν ο μοναδικός Έλληνας που κατάφερε να φέρει το Πούλιτζερ στην Ελλάδα για τις φωτογραφίες που τράβηξε ως επικεφαλής του Ρόιτερς μαζί με τον Άλκη Κωνσταντινίδη και τον Αλέξανδρο Αβραμίδη καλύπτοντας την προσφυγική κρίση.
Η ευαισθησία του τον έκανε να ξεχωρίζει όπως και το σπάνιο ήθος και η ανθρωπιά του. Ξεκίνησε την καριέρα του επειδή η φωτογραφία τον έφερνε πιο κοντά σε αυτό που ήθελαν να εκφράσουν οι άνθρωποι και εμπνεύστηκε βλέποντας και απαθανατίζοντας τη συγκίνηση στον θριαμβευτικό για την Ελλάδα τελικό του μπάσκετ το 1987. Κάλυψε την κηδεία του Χομεινί – «μόνο που έχασα εξαιτίας αυτού τα γεγονότα στην πλατεία Τιεν αμεν» έλεγε και από τότε βρισκόταν πάντα στην πρώτη γραμμή των πιο κρίσιμων παγκόσμιων γεγονότων.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’90 πήρε την απόφαση να μετοικήσει για χρόνια Κόσοβο ζώντας από κοντά τον γιουγκοσλαβικό εμφύλιο. Όταν μάλιστα κάποια στιγμή, το 1998, μπήκε σε ένα ισοπεδωμένο χωριό, ήταν εκείνος που μετέφερε τα νέα σε έναν από τους ελάχιστους ζωντανούς πιτσιρικάδες που είχαν μείνει για το ποιος ήταν ο νικητής της μάχης. Είχε κρυφτεί στο λεωφορείο του θείου του που ήταν ακριβώς απέξω και ήταν διάτρητο από σφαίρες.
Ακολούθησαν διάφορα τρομακτικά γεγονότα που κάλυψε για το πρακτορείο Reuters και δυο χρόνια αργότερα αποφάσισε μαζί με τον κολλητό του που κάλυπταν τον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας να πάει στο πιο φονικό, ίσως, μέτωπο του πλανήτη, τη Σιέρα Λεόνε. Σε μια ενέδρα που τους έστησαν οι αντάρτες σώθηκε από θαύμα και είδε τον φίλο του Κερτ Σορκ να πέφτει νεκρός από σφαίρες δίπλα του. Είχε υποσχεθεί να πετάξει τις στάχτες του στο ‘Νεκροταφείο των Λεόντων’ του Σαράγεβο και να παίξει στην κηδεία του το Brother in arms των Dire Straits. Δεν ξεπέρασε ποτέ τον θάνατό του και έκτοτε προσπαθούσε να προστατεύει όπως μπορούσε τους συναδέλφους και τους φίλους του-ακόμα και με κίνδυνο της ζωής του.
Είχε συνηθίσει να αλλάζει μέτωπα, να ζει επικινδύνως: κόντεψε να πέσει νεκρός από τις οβίδες των Τσετσένων αυτονομιστών, έχει κινδυνέψει στο Αφγανιστάν ενώ θα μπορούσε να είχε βουλιάξει με το σαπιοκάραβο με το οποίο περιπλανιόταν στην Αδριατική, παραμονές Χριστουγέννων, μόλις πέρυσι, φωτογραφίζοντας τους πρόσφυγες. Επικίνδυνη και η αποστολή στο Κομπάνι, όπου εκεί, στα σύνορα της Συρίας με την Τουρκία, έζησε από κοντά την επέλαση των τζιχαντιστών του ISIS.
Κάθε φορά που οι Τούρκοι τον έδιωχναν, εκείνος επέστρεφε. Τον είχαν μάλιστα συλλάβει δυο φορές και την τρίτη που κινδύνεψε με απέλαση κάποιος του επεσήμανε ότι ως Έλληνας ξέρει να ξεφεύγει. «Ναι είμαι Έλληνας αλλά πολύ καλός Έλληνας» του είπε κερδίζοντας την εμπιστοσύνη, όπως έκανε κάθε φορά που έβρισκε δυσκολία.
Το χιούμορ και ο αυτοσαρκασμός ήταν από τα όπλα του. Λάτρευε οτιδήποτε ξεπερνούσε τα όρια, τη ροκ μουσική στη διαπασών, τα επικίνδυνα αθλήματα, τα βουνά και τη θάλασσα, τις μηχανές. Σεβόταν τη διαφορετικότητα και τις απόψεις των άλλων.
Επίσης αγαπούσε πολύ την Αμερική «για τον αέρα ελευθερίας της» και πρόσφατα είχε κληθεί να διδάξει φωτοδημοσιογραφία σε μεγάλα πανεπιστήμια των ΗΠΑ. «Ο πόλεμος είναι σαν φωτιά σε ξηρό χορτάρι» έλεγε κάθε φορά που τον ρωτούσαν την άποψη του για τις αιματηρές συγκρούσεις. «Λίγο να φυσήξει ο άνεμος και γυρνάει από εδώ και από εκεί».
Οι πόλεμοι και ο θάνατος τον παραμόνευαν αλλά τον νίκησε ο καρκίνος, τον οποίο αντιμετώπισε με περηφάνια και δύναμη μέχρι τέλους έχοντας στο πλευρό του την πολυαγαπημένη του σύζυγο Ελισάβετ Μπεχράκη και την κόρη του Ρεβέκκα. Είχε και έναν γιο από προηγούμενο γάμο, τον Δημήτρη. Τελευταία του επιθυμία ήταν να αποτεφρωθεί και στην κηδεία του να ακούγεται αποκλειστικά η μουσική του εφηβικού ειδώλου Τζορτζ Χάρισον στον οποίο είχε αφιερώσει τη βραβευμένη με έπαινο έκθεση στο σχολείο.
Βραβεία
Εκτός από το Πούλιντζερ ο Γιάννης Μπεχράκης είχε κερδίσει τον τίτλο του «Έλληνα φωτορεπόρτερ της χρονιάς» 7 φορές από την Fuji. Είχε επίσης κερδίσει το πρώτο βραβείο στην κατηγορία «Ειδήσεις» στον παγκόσμιο φωτογραφικό διαγωνισμό WORLD PRESS PHOTO ανάμεσα σε 4.000 φωτογράφους από 122 χώρες και 40.000 φωτογραφίες.
Επίσης το 2000 είχε βραβευτεί από το OVERSEAS PRESS CLUB of AMERICA στη Νέα Υόρκη για το καλύτερο ξένο ρεπορτάζ στις ΗΠΑ ενώ το 2002 κέρδισε το βραβείο Bayeux για τους πολεμικούς ανταποκριτές, στον ετήσιο παγκόσμιο διαγωνισμό για την βράβευση των δημοσιογράφων που καλύπτουν πολεμικές συγκρούσεις σε όλο τον κόσμο. Το 2015 η Guardian τον ανέδειξε ως τον φωτογράφο της χρονιάς και το 2016 κατέκτησε την ύψιστη διάκριση που είναι το βραβείο Πούλιτζερ.