Η ιστορία του συνεργατικού Ρητινεργοστασίου της Ποσειδωνίας που δεν γνώριζες
Ενα κτίριο που είναι απίθανο να μην προσέξει κάποιος διερχόμενος από και προς το Λουτράκι, στο δρόμο της Ποσειδωνίας, λίγο πριν (και μετά) από τη βυθιζόμενη γέφυρα του Ισθμού. Εστω και αν κανείς δεν θα το παρατηρήσει για την ομορφιά του, αλλά για το ότι επί δεκαετίες στέκει όρθιο, παρατημένο και συνοδευόμενο από ερωτηματικά, αρκετοί είναι εκείνοι που είτε γνωρίζουν ελάχιστα, είτε και τίποτα – αλλά αναρωτιούνται – για το τι φιλοξενούνταν στο χώρο πριν από πολλά χρόνια. Λιγότερο οι παλιότεροι και περισσότερο οι νεότεροι, ήρθε η ώρα να μάθουν!
Η διήγηση του Παναγιώτη Καλλίρη – τότε νεαρός δασολόγος, ο οποίος κλήθηκε το 1983 να μελετήσει την ιστορία γύρω από το εγκαταλειμμένο αυτό κτίριο – αποτυπώνει πλήρως την την πραγματικότητα. Πρόκειται για ένα κτίριο, το οποίο κατασκευάστηκε από μια ειδική πάστα ανθρώπων που είχαν ψυχή δύναμη, πείσμα και ελπίδα, πιστεύοντας πως ενωμένοι μπορούσαν να τα καταφέρουν καλύτερα.
Αναφερόμαστε στο Ρητινεργοστάσιο της Ποσειδωνίας. Το πρώτο συνεταιριστικό δασικό εργοστάσιο στην Ελλάδα που κατασκευάστηκε από την Ένωση Γεωργικών Συνεταιρισμών Κορίνθιας για τους Ρητινοκαλιεργητές ή ρετσινάδες των εννέα ρητινικών συνεταιρισμών των Γερανείων και της Σολυγείας του Νομού Κορινθίας. Εκεί, σε ένα σημαντικό σταυροδρόμι των χερσαίων και θαλάσσιων δρόμων των πολιτισμών τής Μεσογείου, στην Ποσειδωνία, μια ανάσα από τον Ισθμό της Κορίνθου.
Παρατημένο στο χρόνο, το κτίριο όπου στεγαζόταν αυτό το ιστορικό εργοστάσιο, είναι γεγονός πως δεν ελκύει σχεδόν κανέναν να το πλησιάσει, να εισέλθει σε αυτό και να παρατηρήσει, να του δημιουργηθεί μεγαλύτερο ενδιαφέρον ώστε να μάθει την ιστορία που κρύβεται πίσω του. Ο πρώτος που το έκανε, ήταν ο Παναγιώτης Καλλίρης (πλέον Διευθυντής Δασών Νομού Κορινθίας) και όπως ο ίδιος έχει υπογραμμίσει σε τοποθετήσεις του, το έργο μέχρι να ολοκληρώσει τον πρώτο κύκλο ερευνών – μαζεύοντας δύο φακέλους – μόνο εύκολο δεν ήταν.
Ο φόβος ότι η άγνοια για την πολιτιστική και οικονομική άξια του Ρητινεργοστασίου, είναι πιθανό να οδηγήσει κάποια μέρα σε μια λαθεμένη και εξευτελιστική απόφαση εκποίησης του ή κάτι άλλο, είναι κάτι που θα έπρεπε να μας αφορά όλους. Θα έπρεπε να αφορά πολύ περισσότερο τους ανθρώπους που βρίσκονται σε θέσεις ευθύνης στην αυτοδιοίκηση.
Σε ένα κείμενο γραμμένο το μακρινό πλέον 2002, ο Γιάννης Καλλίρης έγραφε για τη ρητίνευση στην Κορινθία
Είναι γνωστό ότι στην ανατολική Κορινθία δεσπόζουν δυο χαρακτηριστικοί χερσόνησοι και ορεινοί όγκοι, που καλύπτονται από συμπαγή υψηλά σπερμοφυή δασικά συμπλέγματα, μέγιστης οικολογικής και κοινωνικής αξίας, όχι μόνο για τους κατοίκους της περιοχής, αλλά και για ολόκληρο τον Νομό. Η ιστορία, βέβαια, του πεύκου στην Κορινθία είναι πολύ παλιά. Από την εποχή του μυθικού ήρωα Θησέα που σκότωσε τον ληστή Σίνη τον Πυτιοκάμπη (πιτύς =πεύκο) στα Λουτρά Ωραίας Ελένης και από την εποχή των Πανελλήνιων Αγώνων Ισθμίων, που έδιναν στους νικητές κότινο από κλαδί πεύκου. Με ρετσίνι (κατράμι) στεγανοποιούσαν τις τριήρεις και τις γούμενες που πρωτοναυπηγήθηκαν στο Αρχαίο Λιμάνι του Λεχαίου. Το ίδιο και τα Βενετσιάνικα πλοία. Με ρετσίνι άλειφαν εσωτερικά για να στεγανοποιήσουν τους αμφορείς στους ιστορικούς χρόνους και έτσι τυχαία κατασκευάστηκε ένα από τα πιο γνωστά και πολύτιμα κρασιά, «η ρετσίνα». Για αρκετούς αιώνες καλλιεργήθηκαν από τους Σοφικίτες και Περαχωρίτες με ένα μοναδικό τρόπο οικολογικής διαχείρισης. Με την ρητινοσυλλογή. Με το χτύπημα των πεύκων.
Με την κατασκευή αρχικά μιας μικρής πληγής στο ξύλο του κορμού και τα τελευταία χρόνια με την εκφλοίωση και την χρησιμοποίηση του θεϊκού οξέος «της πάστας», προκαλούσαν της εκροή του ρετσινιού, «της ρητίνης» από τα πεύκα. Συγκέντρωναν το ρετσίνι και το πούλαγαν στα εργοστάσια στην περιοχή της πρωτεύουσας. Από την απόσταξη του ρετσινιού παραγόταν ένας διαλύτης, το «τερεβινθέλαιο» ή νέφτι, που το χρησιμοποιούσαν στην χρωματοποιία και μια στερεή κίτρινη ουσία, «το κολοφώνιο» (κεχριμπάρι), που το χρησιμοποιούσαν μεταπολεμικά ως πρώτη ύλη για την παραγωγή πλαστικών. Επρόκειτο για την πιο επίπονη και κουραστική αγροτική εργασία . Οι άνθρωποι όμως αυτοί δεν εξασφάλισαν μόνο την επιβίωση αλλά και την ποιότητα ζωής. Το Σοφικό χαρακτηρίζεται το 1826 από το Κολοκοτρώνη ως το πρώτο χωριό της Επαρχίας. Και ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο ρητίνευαν τα πεύκα στην Σολυγεία, που εμπνέονταν από μια βαθιά γνώση της δασικής οικολογίας και σεβασμό στα δένδρα, καταγράφηκαν στην δασική ιστορία ως «σοφικίτικο ιδίωμα». Η ιδιαιτερότητα των δυο δασικών συμπλεγμάτων και των κοινωνικών συνθηκών, οδήγησαν ορθά τη Δασική Υπηρεσία, όχι μόνο να κατασκευάσει, αλλά και να συντηρεί τα δύο μοναδικά στον Νομό παραδοσιακά λιθόδμητα Δασοφυλάκεια.
Τις τρεις τελευταίες δεκαετίες η πρόοδος της χημικής βιομηχανίας και η υποκατάσταση της φυσικής με τις τεχνητές ρητίνες, είχαν ως αποτέλεσμα χαμηλές τιμές στην αγορά, που σε συνδυασμό με τις δύσκολες συνθήκες εργασίας οδήγησαν στον μαρασμό το επάγγελμα του ρητινοκαλλιεργητή. Σήμερα, στις περιοχές αυτές η ρητίνευση έχει εγκαταλειφθεί και όσοι χτυπούν πεύκα το κάνουν περισσότερο για να συγκεντρώσουν όσα ένσημα χρειάζονται για να βγουν σε… σύνταξη.
Η ιστορία ενός εργοστασίου “κόσμημα” για την περιοχή, οι ταραχές και το τέλος του
Τόσο πριν, όσο και μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι βιομήχανοι τις περιοχής εκμεταλλεύονταν του ρετσινάδες της Κορινθίας, αγοράζοντας σε εξευτελιστικές τιμές το προϊόν, με αποτέλεσμα κάθε χρόνο να βρίσκονται ζημιωμένοι. Ολα αυτά μέχρι να φτάσουμε στο 1947, όπου φαίνεται ότι είχε έρθει η ώρα να γίνει το “επαναστατικό” βήμα. Είχε ωριμάσει η ιδέα ενός συνεργατικού εγχειρήματος, που σκοπό είχε να αλλάξει τη ζωή των επαγγελματιών, οι οποίοι ένιωθαν πλέον εγκλωβισμένοι στο μεγάλο κεφάλαιο.
Έτσι, ο ένας μετά τον άλλο, οι αμιγώς ρητινικοί συνεταιρισμοί των περιοχών αποφάσισαν να εξουσιοδοτήσουν την Ένωση Γεωργικών Συνεταιρισμών Κορινθίας (ΕΓΣΚ), ώστε να προχωρήσει στη σύναψη δανείου με την ΑΤΕ, για την αγορά οικοπέδου και την ίδρυση του πρώτου συνεταιριστικού Ρητινεργοστασίου στην Ελλάδα, που θα επεξεργάζεται το ρετσίνι τους χωρίς να χρειάζεται η εκμετάλλευση των μεγάλων αρπακτικών της εποχής. Και κάπως έτσι, λήφθηκε η 79/1947 απόφαση της η ΕΓΣΚ, σχετική με το θέμα.
Το 1948 με το 1469/28-5-1948 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Κορίνθου, Ι.Μ. Δουφεξοπούλου, η Ένωση Γεωργικών Συνεταιρισμών Κορινθίας αγόρασε από τον μηχανικό και Γενικο Δ/ντή της Εταιρείας Διώρυγας Κορίνθου Κωνσταντίνο Σκέφερη – που ενεργούσε και ως πληρεξούσιος της συζύγου του Έλλης – και είχε στην κατοχή του τη μεγαλύτερη έκταση, ένα οικόπεδο δέκα (10)στρεμμάτων, στη σημερινή θέση, με δρόμο παράλληλο με τη διώρυγα, που συνέδεε το οικόπεδο με τον Κορινθιακό Κόλπο.
Το μεγάλο βήμα μέσα από τον δίκαιο αγώνα ανθρώπων που μάχονταν είχε γίνει και δεν θα μπορούσε να το εμποδίσει κανείς. Οι Ρητινοβιομήχανοι όπως ήταν αναμενόμενο πανικοβλήθηκαν στην ιδέα της ίδρυσης του Ρητινεργοστασίου. Αντέδρασαν και διαμαρτυρήθηκαν στην κυβέρνηση, τονίζοντας ότι κινδυνεύουν τα συμφέροντα τους. Φαίνεται ότι προσέφυγαν ακόμα και στο ΣτΕ, το οποίο απέρριψε την προσφυγή τους όμως και άναψε το πράσινο φως για τη χρηματοδότηση του Ρητινεργοστασίου.
Η κατασκευή, η αποτυχημένη εκκίνηση και οι κερδοφόρες μέρες
Από το 1949 έως το 1950 διήρκησαν οι εργασίες κατασκευής της εγκατάστασης, ενώ εν συνεχεία τοποθετήθηκε και ο μηχανολογικός εξοπλισμός με ευθύνη της ΑΤΕ, από όπου προερχόταν και το σχετικό δάνειο.
Η πρώτη χρονιά του εργοστασίου ήταν η χειρότερη δυνατή, καθώς απέτυχε στο βγάλει στην αγορά ποιοτικά και ανταγωνιστικά προϊόντα, εξαιτίας της απειρίας που υπήρχε, του κακού εξοπλισμού, αλλά και την γενικότερης μέτριας κατασκευής. Η χρονιάς έκλεισε με μεγάλη οικονομική ζημιά, κάτι που επανέφερε την αβεβαιότητα στα πρόσωπα των παραγωγών, οι οποίοι είχαν… ποντάρει τα πάντα σε αυτό το εργοστάσιο.
Κανείς, ωστόσο, δεν το έβαλε κάτι και άπαντες πάλεψαν για την ανατροπή της κατάστασης. Η δεύτερη χρονιά πήγε απρόσμενα καλά και έκλεισε με κέρδη, ενώ παρά το γεγονός πως η τρίτη χρονιά είχε και πάλι ζημιές, ακολούθησαν περίπου πέντε χρόνια δημιουργικότητας και θετικών οικονομικών αριθμών. Ολα αυτά έως το 1958.
Το 1959 η Διοικούσα Επιτροπή του Ρητινεργοστασίου χάνει τον έλεγχο και το εργοστάσιο φαίνεται να παίρνει το δρόμο για τη χρεοκοπία. Την ίδια χρόνια η ΔΕ ενοικίασε το εργοστάσιο στον επιχειρηματία Γεωργιάδη.
Ενα χρόνο αργότερα και συγκεκριμένα το 1960, η χρονιά κρίνεται ως “σταθμός” για την ιστορία και πορεία του εργοστασίου, καθώς σημειώνονται δύο γεγονότα:
- Η Ένωση Γεωργικών Συνεταιρισμών μεταβιβάζει – σύμφωνα με τους όρους του συμβολαίου του 1947 με τους οποίους αγοράσθηκε το εργοστάσιο – τα ακίνητα και τις εγκαταστάσεις στη νεοσύστατη Ένωση Ρητινικών Συνεταιρισμών Κορινθίας (ΕΡΣΚ) που ιδρύθηκε από τους οχτώ ρητινικούς Συνεταιρισμούς.
- Τον Αύγουστο του ιδίου χρόνου ( 1960) ιδρύεται η Κοινοπραξία ΑΤΕ – Ρητινικών Συνεταιρισμών – Ρητινεργοστάσιο Ποσειδωνίας, με συμμετοχή της ΑΤΕ (51%), της Ένωσης Ρητινικών Συνεταιρισμών (5%) και των 8 Ρητινικών Συνεταιρισμών, Σοφικού, Περαχώρας, Ρητού, Κατακαλίου, Αλμυρής, Πισσίων, Λουτρακίου και Αγίων Θεοδώρων με 44%. Το τίμημα με το οποίο οι ρητινικοί συνεταιρισμοί μπήκαν στην κοινοπραξία έφτασε τα 2.400.000 δραχμές.
Αξίζει να ανφερθεί στο σημείο αυτό, πως η ΑΤΕ δεν πλήρωσε ούτε δραχμή για την είσοδο της στην Κοινοπραξία. Συμφωνήθηκε, όμως, ότι ο καινούργιος φορέας θα πληρώσει το χρέος των συνεταιρισμών προς την ΑΤΕ, που προερχόταν από τα δάνεια για την αγορά, ίδρυση και λειτουργία του ρητινεργοστασίου. Συγχρόνως, μέσα στο ιδρυτικό συμβόλαιο με το οποίο συστάθηκε η Κοινοπραξία, συμπεριλήφθηκε ένας απαράβατος όρος που ανέφερε ότι: Η ΑΤΕ μετά από αίτημα των συν/μών υποχρεούται να μεταβιβάσει το μερίδιο της εφόσον συντρέξουν 3 όροι :
- Να ξεχρεώσει η Κοινοπραξία στην ΑΤΕ κάθε ποσό που έχει δοθεί για την ίδρυση και λειτουργία του Ρητινεργοστασίου.
- Να είναι σε θέση η Ένωση Ρητινικών Συν/σμών να λειτουργήσει το εργοστάσιο.
- Να πάρουν τα μέλη Συν/σμοί αποφάσεις μέσω των Γ.Σ., στις οποίες θα αναφέρεται καθαρά ότι απαιτούν μερίδιο της ΑΤΕ.
Από εκεί και έπειτα, σύμφωνα με τις ιστορικές καταγραφές (και) του Παναγιώτη Καλλίρη, το εργοστάσιο λειτούργησε για κάποια χρόνια, μέχρι που φτάσαμε στο σχετικά πιο κοντινό 1973, όταν και έπαψε να παράγει οριστικά.
Εκκαθάριση, διαμάχες με την ΑΤΕ, η περίοδος της χούντας και η μεταπολίτευση
Το 1975 η Κοινοπραξία τίθεται σε καθεστώς εκκαθάρισης και η ΕΡΣΚ (αργότερα η Ένωση ΓΣ ως φυσικός κληρονόμος της ΕΡΣΚ) ζητάει επίμονα να της επιστραφεί το εργοστάσιο, ισχυριζόμενη ότι έχουν καλυφθεί οι όροι του ιδρυτικού της Κοινοπραξίας. Αντίθετα, η ΑΤΕ για πολλά χρόνια ισχυριζόταν ότι δεν έχει αποπληρωθεί και αρνούνταν να παραδώσει το ποσοστό της στην ΕΡΣΚ.
Το 1983 με την ολοκλήρωση της έρευνας του Παναγιώτη Καλλίρη, διαπιστώθηκε ως προς τον πρώτο όρο ότι: Το συνολικό κόστος του εργοστασίου εκτιμήθηκε αρχικά από την Τράπεζα σε 3.400.000 δραχμές. Αμέσως μετά το 1951 – που λειτούργησε το εργοστάσιο – το 1952 έως και το1958, οι ρητινοσυλλέκτες πλήρωσαν γραμμάτια στην ΑΤΕ από το χρέος του εργοστασίου. Στο διάστημα 1952-1960 πληρώθηκαν – σύμφωνα με την άποψη των συνεταιρισμών – 1.000.000 δραχμές και έτσι το χρέος έμεινε στα 2.400.000, που ήταν και το τίμημα για την Κοινοπραξία. Το 1961 γίνεται εκ νέου καταμερισμός του χρέους από την ΑΤΕ στους ρητινοσυλλέκτες και αρκετοί ήταν εκείνοι που κατέβαλαν ξανά χρήματα για το χρέος στην ΑΤΕ, παρά τη δέσμευση να πληρώσει η Κοινοπραξία το χρέος. Η ΑΤΕ ισχυρίσθηκε για μια ακόμα φορά ότι το χρέος ήταν μεγαλύτερο.
Το 1968 με τον αναγκαστικό νόμο των πραξικοπηματιών, ουσιαστικά παραγράφηκαν όλα τα αγροτικά χρέη προς την ΑΤΕ. Οι συνεταιρισμοί θεωρώντας ότι εξοφλήθηκε όλο το ποσό, επανήλθαν διεκδικώντας το μερίδιο της ΑΤΕ. Η τράπεζα, ωστόσο, επέμεινε στην άποψη ότι υπήρχαν επιπλέον χρέη.
Το 1971 η Ένωση Ρητινικών Συνεταιρισμών ζήτησε από την ΑΤΕ να την ενημερώσει σχετικά με το υπόλοιπο χρέος της Κοινοπραξίας προς την ΑΤΕ. Εκείνη απάντησε πως το χρέος ήταν 37.000 δραχμές, ενώ παρά τις εκκλήσεις για μεταβίβαση, η τράπεζα ήταν αρνητική.
Oι μεγάλοι βιομήχανοι της εποχής “πολέμησαν” με κάθε τρόπο την κατασκευή του συνεργατικού εργοστασίου, διότι θα πήγαινε κόντρα στα συμφέροντα και τα κέρδη τους
Το 1975, μετά την μεταπολίτευση το θέμα,του Ρητινεργοστασίου ήρθε στο ελληνικό Κοινοβούλιο με Αναφορά –Επερώτηση του βουλευτή κ. Χριστόπουλου. Μετά από λανθασμένη και ίσως εσκεμμένη πληροφόρηση – ότι υφίστανται χρέη της Κοινοπραξίας προς την ΑΤΕ – ο Υπουργός Γεωργίας κ. Ιορδάνογλου συμφώνησε να μεταβιβαστεί το μερίδιο της ΑΤΕ, αλλά με κάποιο συμβολικό τίμημα που θα έδινε η ΕΡΣΚ. Με αυτή τη λογική και ερήμην των Συνεταιρισμών, γίνεται νέα αποτίμηση των εγκαταστάσεων σε 5.000.000 δραχμές και το 1981- 1982 γίνεται νέα αποτίμηση σε 12.000.000 δραχμές. Αυτό ήταν θεωρητικά, το ποσό, που θα έπρεπε να δοθεί στην ΑΤΕ για να επιστρέψει το μερίδιο της στην ΕΡΣΚ.
Η Ενωση και οι Συνεταιρισμοί αντέδρασαν σ’ αυτή τη λογική του διαρκώς αυξανομένου τιμήματος και ζήτησαν το μερίδιο της ΑΤΕ χωρίς την καταβολή κανενός χρηματικού ποσού. Το 1982 το Διοικητικό Συμβούλιο της Κοινοπραξίας που ήδη από το 1975 είχε κηρύξει πτώχευση, ξεκινάει μια διαδικασία εκποίησης του Ρητινεργοστασίου. Ο Συνεταιρισμός του Σοφικού, για να σταματήσει την διαδικασία αυτή, καταθέτει αγωγή και ασφαλιστικά μέτρα με την αιτιολογία ότι η Κοινοπραξία δεν έχει πληρώσει το χρέος προς την ΑΤΕ.
Το 1982, όταν και πραγματοποιήθηκε η δίκη, η ΑΤΕ καταθέτει και αποδέχεται επίσημα στις προτάσεις της ότι η Κοινοπραξία έχει αποπληρώσει το χρέος προς την τράπεζα και δεν οφείλει τίποτα προς την ΑΤΕ. Επομένως, από το 1982 ο πρώτος όρος υφίσταται και διαπιστώνεται ότι έπρεπε το άρθρο 18 του ιδρυτικού συμβολαίου – καταστατικού να είχε εφαρμοστεί και το Ρητινεργοστάσιο να είχε περιέλθει στους συνεταιρισμούς .
Ο δεύτερος όρος δεν είναι δυνατόν να ισχύει. Πολλοί άνθρωποι από τους Συνεταιρισμούς, μέλη των οχτώ ρητινικών συνεταιρισμών, έχουν φύγει πλέον από τη ζωή, και οι συνεταιρισμοί έχουν αλλάξει άτομα ή ονομασία. Υπάρχουν στην θέση τους οι ανάλογοι Γεωργικοί ή Δασικοί Συνεταιρισμοί που νόμιμα φέρονται σαν φυσικοί κληρονόμοι. Υπάρχουν όμως και λειτουργούν σήμερα οι ίδιοι Συνεταιρισμοί ( Περαχώρας, Σοφικού) που ανήκουν στην Ενωση Γεωργικών Συνεταιρισμών Κορινθίας, ΣΥΝ.Π.Ε.
Τελικά το εργοστάσιο εκποιήθηκε – σύμφωνα με τις πληροφορίες που είναι διαθέσιμες – σε κάποιον ιδιώτη και παραμένει μέχρι σήμερα εγκαταλειμμένο. Έτσι χάθηκε μια μοναδική ευκαιρία να αξιοποιηθεί με ποικίλους τρόπους, ώστε να μη σβήσει τόσο άδοξα η ιστορία του.
Παραθέτουμε και την πρόταση του Παναγιώτη Καλλίρη, όπως είχε κατατεθεί το 2002, για την αξιοποίηση του εργοστασίου, η οποία έμεινε μονάχα στα χαρτιά
Προτείνουμε στο πλαίσιο του έτους 2002 που έχει κηρυχθεί από τον ΟΗΕ ως “Διεθνές Ετος Οικοτουρισμού”, να ξεκινήσει ένας διάλογος μεταξύ των Συνεταιρισμών και των Δήμων, με σκοπό αξιοποίηση του, προς όφελος όλων και πρώτα από όλα των ρητινοσυλλεκτών.
Συγκεκριμένα, προτείνουμε την ίδρυση ενός νομικού προσώπου, μιας Κερδοσκοπικής Εταιρείας με κύριους μετόχους τους Συνεταιρισμούς και τους Δήμους Κορινθίων και Λουτρακίου – μιας και το εργοστάσιο βρίσκεται επάνω στο όριο των δύο Δήμων με στόχους:
- Την ίδρυση – μετατροπή των κτιριακών εγκαταστάσεων Ρητινεργοστασίου της Ποσειδωνίας στο πρώτο και μοναδικό στη Μεσόγειο και την Ευρώπη «Μεσογειακό – Μουσείο Ρετσινιού». Με δορυφόρους ή χώρους υποδοχής των επισκεπτών τα δύο μοναδικά στον Νομό, παραδοσιακά λιθόδμητα Δασοφυλάκεια Σοφικού και Περαχώρας. Για την ανάδειξη και προβολή της κουλτούρας του πολιτισμού του τόπου μας, αλλά και της πρότυπης επί δυο χιλιάδες χρόνια, παραδοσιακής οικολογικής διαχείρισης των πευκοδασών της Μεσογείου. Της ρητίνευσης – και μάλιστα του τοπικού – «σοφικίτικου ιδιώματος ρητίνευσης». Επανειλημμένως έχουν ενδιαφερθεί και έχουμε ξεναγήσει πολλές ξένες αποστολές ειδικών επιστημόνων, οι οποίοι ζήτησαν να επισκεφθούν την περιοχή προκειμένου να γνωρίσουν από κοντά τον τρόπο αυτοδιαχείρισης των πευκοδασών και πραγματικά οι εντυπώσεις τους ήταν πάντα μοναδικές.
- Την αξιοποίηση του χώρου των δέκα στρεμμάτων ως «Μόνιμου Μοντέρνου Εκθεσιακού Εμπορικού Κέντρου» που θα φιλοξενεί συνάμα την μεσογειακή τέχνη, τον πολιτισμό, την τεχνολογία και άλλων δραστηριοτήτων, ώστε η Κορινθία να προβάλει και να προβάλλεται διεθνώς.
Η στρατηγική θέση του οικοπέδου των δέκα στρεμμάτων και το παλιό Ρητινεργοστάσιο, με την χαρακτηριστική και σπάνια για τον Νομό μας μεταπολεμική μεταβιομηχανική αρχιτεκτονική του, όπως και η φορτισμένη μνήμη του, είναι οι καλύτερες προϋποθέσεις για την επιτυχία του.
Σας θυμίζουμε το «Γκάζι» στην Αθήνα, τον «Μύλο» στην Θεσσαλονίκη, το «Μουσείο Μεταξιού» στο Σουφλί, το «Μουσείο Υδροκινησης» στην Δημητσάνα, το «Μουσείο Απολιθωμένου Δάσους της Λέσβου» και άλλα πολλά, που από συλλογές αδρανών υλικών έγιναν ζεστά ζωντανά κύτταρα, τα οποία παράγουν οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική ροή στις περιοχές που λειτουργούν.