Ο Κορίνθιος Κωνσταντίνος Ζαφείρης νικητής του Πανελλήνιου Διαγωνισμού Νεανικού Διηγήματος 2020
Ο Κορίνθιος Κωνσταντίνος Ζαφείρης που ζει και σπουδάζει στη Βιέννη, διακρίθηκε με το “Πρώτο Βραβείο” στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό Νεανικού Διηγήματος για το 2020.
Σύντομο βιογραφικό του 23χρονου Κωνσταντίνου Ζαφείρη
Ο Κωνσταντίνος Ζαφείρης γεννήθηκε το 1998 στην Αθήνα. Πέρασε την παιδική του ηλικία εναλλάξ στη Κόρινθο και στα Λουτρά Ωραίας Ελένης δίνοντας του ταυτόχρονα εμπειρίες από ένα παραλιακό χωριό και μια επαρχιακή πόλη. Με το πέρας του σχολείου απέκτησε έφεση για τις ανθρωπιστικές καθώς και τις θετικές επιστήμες, ωστόσο οι δεύτερες τον κέρδισαν και ξεκίνησε τις σπουδές του στο Πολυτεχνείο της Πάτρας στο τμήμα Ηλ. Μηχανικών. Η επιθυμία του ωστόσο να γνωρίσει τον κόσμο τον ώθησε να συνεχίσει τις σπουδές του στο Άαχεν της Γερμανίας, όπου η γνωριμία με ένα λαό διαφορετικής κουλτούρας ενίσχυσε την αγάπη του για οτιδήποτε καινούργιο. Έπειτα από ένα εξάμηνο ανταλλαγής στη Βιέννη της Αυστρίας, ερωτεύτηκε το διαμάντι του Δούναβη και αποφάσισε να περατώσει εκεί τις σπουδές του, αποκτώντας συνάμα και εμπειρίες από ζωή, φοίτηση και εργασία σε μία μεγαλούπολη. Η αγάπη του για τη συγγραφή είναι αποτέλεσμα της ανάγκης του να εξωτερικεύει βιώματα και συναισθήματα με τον γραπτό λόγο. Μια ανάγκη ενσταλλαγμένη από άτομα που στάθηκε αρκετά τυχερός να συναντήσει κατά την ανατροφή του.
Παρακάτω σας δίνουμε την ευκαιρία να διαβάσετε το διήγημα με το οποίο έλαβε μέρος στον Διαγωνισμό
Η καθηλωτική μονοτονία του Γκρι
Ο Κ βγήκε από το σπίτι. Μηχανικά σηκώνει την κουκούλα του και ξεκινά να περπατά σε μια πόλη που κατάπινε η νύχτα. Από πίσω του έρεβος, μπροστά μονάχα το γκρι των πολυκατοικιών. Μερικά τετράγωνα παρακάτω, μεταξύ ενός φθαρμένου από τον χρόνο μπαλκονιού και μιας τσιμεντένιας κολόνας διαφαίνεται ο ορίζοντας στην άλλη πλευρά της πόλης. Το χρυσό, το μωβ και το γκρι του μουχρώματος έβαψαν την ψυχή του στα χρώματα της δύσης. Αυτός εμβρόντητος και ακίνητος συνειδητοποιούσε την αποτίναξη του γκρι από τον εσωτερικό του κόσμο. ΄Ενα μειδίαμά σχηματίστηκε στο πρόσωπο του. ΄Ενα βήμα παρακάτω και ήδη ένιωθε το γκρι να επανέρχεται. Το μειδίαμα μετατράπηκε διαμιάς σε βούρκωμα, και το βούρκωμα σε δάκρυ. ΄Οσο γρήγορα ο ήλιος βυθίζεται στη δύση, έτσι έλιωσε κάθε ελαιόχρωμα μέσα του. Κοίταξε ψηλά για να δει μονάχα το γκριζωπό του ουρανού. Ο ουρανός είχε κλέψει τα χρώματα της ψυχής του και τα φορούσε θυμίζοντας την δυστυχία του. Είχε πλέον συμβιβαστεί μαζί της. ΄Ηξερε πως θα ήταν πάντα εκεί όσο και αυτός. Το μόνο που αναζητούσε ήταν μια ανάσα ευτυχίας για ένα χτυποκάρδι δίχως μαύρο. Οπότε και ξεκίνησε να το κυνηγά.
Ο γκρι ουρανός μονάχα έσφιξε τον κόμπο στην καρδιά του πως ήταν μόνος, φίλους είχε χάσει και τον θεό σκοτώσει. Το φάσμα της γήινης ατμόσφαιρας, απομεινάρι ενός πτώματος που απέπνεε φτύνοντας αίμα. Ξεκινά να τρέχει. Ο αέρας διαπερνά τον πρόσωπο του ψηλαφώντας κάθε ψεγάδι και τελειότητα δίχως κρίση. Τα πνευμόνια του τραβούν λυσσαλέα τον αέρα μέσα τους δηλητηριάζοντας τον με κάθε εισπνοή. Σταγόνες πέφτουν. Νιώθει στα ακροδάχτυλα του το νερό να διαγράφει κάθε λεπτομέρεια. Τρέχει ακόμα. Πρέπει να φτάσει εκεί που το μούχρωμα θα καταλάβει ολόκληρο το οπτικό του πεδίο. Φτάνει. Σταματά. Εισπνοή. Κι άλλο δηλητήριο. Κοιτάζει μπροστά. Παρατηρούσε το πώς το σκοτάδι έσβηνε και μουτζούρωνε κάθε χρώμα που λάτρευε. Στον χαμό του ήταν σίγουρος πως το αγαπούσε, μα ανήμπορος καθώς ήταν, απλά παρακολουθούσε με δέος τον θάνατο του εσωτερικού του κόσμου.
Μέσα στο γκρι είχε ξεπηδήσει μια μορφή που ενστάλαζε μια ηρεμία και πραότητα στο βασανισμένο μυαλό του. Μια μορφή που άκουγε σε γυναικείο όνομα. Κοιτώντας μέσα του έβλεπε πάνω στο σκοτεινό πέπλο της ψυχής του τη γυμνή μορφή να απομακρύνεται με κάθε βήμα ενώ χορεύει. Μπροστά του κάθε χρώμα υπό την αβυσσώδη απειλή του ερέβους έδινε τις τελευταίες του πνοές, ωσάν το κύκνειο άσμα, δημιουργώντας μια απαράμιλλη ουράνια παλέτα. Μα όλο μίκραινε. Και η μορφή χανόταν. Αυτός εκστασιασμένος την κοιτούσε σιωπηρά προσπαθώντας να απομνημονεύσει κάθε κίνηση, κάθε βλέμμα, κάθε ανάσα. Μα αυτή ήταν συναίσθημα, και χάνεται από την μνήμη παντελώς αφού υποκλιθεί. Τελευταία κίνηση, βήμα μπροστά, υπόκλιση. Τα μάτια του Κ θόλωσαν και αδυνατούσε πλέον να τη δει, 1 ένα πλάνο μπερδεμένο στην συνείδηση του. Σαν ένας ιμπεριαλιστικός πίνακας, κοιτώντας κάθε λεπτομέρεια όλα γύρω έτρεμαν. ΄Οπως και αυτός. Μπροστά του μερικά σκαλοπάτια, και αμέσως μετά μια κεντρική λεωφόρος. Το γλείψιμο της ρόδας στην υγρή άσφαλτο απομόνωνε κάθε εξωτερικό θόρυβο. Μοναδικός ήχος που ξεχώριζε οι χτύποι της καρδιάς του. Δεν ήταν σίγουρος εάν τους ένιωθε ή τους άκουγε. Τα αμάξια περνούσαν βιαστικά, άνθρωποι που ρουφούσαν την ψυχή από κάθε δευτερόλεπτο. Ανήμποροι να πιστέψουν πως ο χρόνος περνά για όλους. Βεβίαζαν κάθε ύπαρξη τριγύρω τους για να μην νιώθουν μόνοι. Η απόγνωση για άδραξη κάθε στιγμής του είχε καταστήσει ανήμπορους να βιώσουν μια αληθινή. Πάντα έρμαια του χτύπου του ρολογιού, κατέστρεφαν κάθε τι όμορφο. Και πλέον οι μέρες δεν περνούσαν μέσα στην θλίψη τους. Στο τέλος τρελαίνονταν, θαρρούσαν πως τα είχαν καταφέρει. Η λεωφόρος ήταν πάντα ζωντανή, δεκάδες αμάξια διέσχιζαν καταπίνοντας την γη, μονάχα στιγμιαία επικρατούσε μια καθολική παύση. Θαρρείς πως η πόλη πέθανε, και ύστερα επανερχόταν, ακόμα πιο βίαια και ορμητικά από την προηγούμενη φορά.
Ο Κ πολλάκις καθόταν με τις ώρες και παρατηρούσε την λεωφόρο. Το πως έβγαζε τα πιο πηγαία ζωώδη ένστικτα του ανθρώπου. Κατέβηκε τα σκαλιά, περπάτησε μερικά μέτρα κατά μήκος της, και ύστερα κάθισε πάνω στα κιγκλιδώματα. Τα αμάξια γλιστρούσαν σε διπλή απόσταση αναπνοής από τον ίδιο. Ο ίδιος κάθε φορά που ένιωθε την ορμή του σχισμένου αέρα έκλεινε τα μάτια και άφηνε να τον χαϊδέψει ελεύθερα στο πρόσωπο. Αμυδρά κάθε χάδι του θύμιζε της κινήσεις της μορφής. Και μονάχα για το ελάχιστο χρονικό διάστημα που του επανερχόταν στην μνήμη, αυτός αφιέρωνε όλη του τη νύχτα σε αυτή. Για ώρες άφηνε τη βιασύνη των άλλων να καταπραΰνει την ψυχή του. Το είχε ανάγκη. Πολλοί κοιτούσαν βιαστικά μέσα από το γυαλί του αυτοκινήτου. Για αυτούς μία ακόμα ξεχασμένη από τον ήλιο μορφή που παραδέρνει στην άσφαλτο. Για αυτόν ξεχωριστές, ιδιάζουσες προσωπικότητες με δικά τους πάθη, αδυναμίες και ιστορία. ΄Ηξερε πως για αυτούς ήταν μια αμελητέα ποσότητα. ΄Ηξερε πως όταν τα προβλήματα πνίγουν την καθημερινότητα σου, τότε βάζεις στο επίκεντρο τον εαυτό σου, αγκομαχώντας να μην τινάξεις τα μυαλά σου στον αέρα. Κάθε ένας λοιπόν έτρεχε να προλάβει για να ξεφύγει από τα δικά του μείζονά προβλήματα, έβλεπες στο πως απέστρεφαν το πρόσωπο τους, την ηδονή του γεγονότος πως αυτοί δεν ήταν ‘έτσι’. Και σε κάθε τυχαίο βλέμμα έβλεπες την απόγνωση μέσα στην ψυχή τους. Μαζί τους και αυτός εκείνη την στιγμή πνιγόταν. Είχε αφήσει κάθε συναίσθημα που έως τότε φίμωνε να τον κυριαρχεί ελεύθερο. Κάθε παλιός πόνος κάθε δυσαρέσκεια της ζωής ποδοπατώνται για την πρώτη θέση. Η ψυχή του ένα πεδίο μάχης συναισθημάτων και αυτός στοιχημάτιζε στον νικητή.
Κοιτώντας τη λεωφόρο βλέπει απλά φώτα που έρπουν πάνω στην άσφαλτο, κλείνει τα μάτια βλέπει τη μορφή να χορεύει και να ανακατεύει όλα τα συναισθήματα μαζί. Νιώθει χαρά. ΄Οπως και φόβο καθώς ξέρει πως ο χορός δεν κρατά πολύ. Μα έτσι είναι τα συναισθήματα. Μια αλλεπάλληλη ακολουθία από συγκεντρώσεις ορμονών καθορίζουν τη βαρύτητα κάθε στιγμής. Συγκεντρώσεις αμφίρροπες που παλιμπαιδίζουν και πυρπολούν τη λογική. ΄Οποτε νιώθεις χαρά είσαι σίγουρος πως θα νιώσεις λύπη. Ωστόσο παραμένεις εθισμένος σε αυτή, την αποζητάς και την θες ακόμη περισσότερο όταν νοσταλγείς τις 2 στιγμές μαζί της. ΄Ολη η ζωή του ανθρώπου, ένας εθισμός παράδοξο.
Η μορφή όμως δεν σταματά, και παρά τις σκέψεις του ο Κ την κοιτά με βουρκωμένα μάτια. Αυτή έχει κατακτήσει την σκηνή, νιώθει πως όλος ο κόσμος είναι στραμμένος και την κοιτά. Πιστεύει πως η πραγματικότητα του είναι το επίκεντρο όλων, μα η δική του πραγματικότητα είναι ομορφότερη από όλων. Θα μπορούσε να είναι το επίκεντρο. ΄Ομως κάθε ένας αυτό πιστεύει για την πραγματικότητα του. Μα αυτή είναι η δική του. Δεν την βλέπει κάποιος άλλος. Και τι εάν την έβλεπαν; Μα πως θα την δουν; Οι δονήσεις από τον διάβα ενός λεωφορείου ξυπνούν τον Κ από τις σκέψεις. ΄Εχει αρχίσει να κάνει κρύο και πλέον νιώθει πρησμένα τα χέρια του που κρατούν το σίδερο. Νιώθει ένα μούδιασμα στα σωθικά του, απομεινάρι όλων των σκέψεων που έκανε πριν. Μια μελαγχολική συνείδηση έχει κατακαθίσει μέσα του, σύμφωνη στην μηδαμινότητα που νιώθει ως κομμάτι του κόσμου. Νιώθει το κεφάλι του βαρύ, η φλόγα μέσα του μονάχα κάπνιζε. Καμία θέληση για ζωή, καμία θέληση για να πραγματοποιήσει όλους εκείνους τους στόχους του. Η μοναξιά κραυγάζει σιωπηρά μέσα του τη λέξη τέλος, μα αυτός αρνείται. Κοιτάζει τον ουρανό πάνω του και τα μερικά άστρα που διαφαίνονταν έτρεμαν, όπως ακριβώς και ο ίδιος. Κοιτάζει δεξιά και αριστερά του, μονάχα βαθύ σκοτάδι γύρω του που ενίοτε διαλύετο από τους προβολείς των αυτοκινήτων. Μόνος σε μια λίμνη ερέβους με εσωτερικά νεκρές ψυχές να επιταχύνουν στο δικό τους πουθενά.
Κατεβαίνει από το κιγκλίδωμα και ακουμπάει τα χέρια του μεταξύ τους. Δεν νιώθει πλέον τα ακροδάχτυλα του. Η επερχόμενη κυκλοφορία έχει γίνει πιο πυκνή. Ο Κ είναι πλέον σε μονή απόσταση αναπνοής από κάθε όχημα. Οι οδηγοί τον βλέπουν τελευταία στιγμή και συχνά κορνάρουν αφού προσπεράσουν. Ο Κ ξανακοιτά τα χέρια του. Βλέπει τις φλέβες του κάτω από το δέρμα του. Βλέπει πόσο ανιδιοτελώς το σώμα του προσπαθεί να τον κρατήσει ζωντανό. ΄Ενα ζωντανό οξύμωρο, ένα σώμα που θέλει να ζήσει με κυβερνήτη συναισθήματα δολοφόνους. Πάει να στρίψει για να φύγει. Τότε όμως τρεις λέξεις παίρνουν τον έλεγχο. ‘Καν ’το δειλέ΄ Η φράση επαναλαμβάνεται εκθετικά στο μυαλό του, στη συνείδηση του, στο είναι του. Αυτό είναι. Το σώμα του παντελώς άνευρο γέρνει προς τα μπροστά. Ο Κ με κλειστά τα μάτια νιώθει τη Γη να τον τραβά όλο και περισσότερο. Το σκοτάδι διασπάται από ένα έντονο φως στη γωνία των ματιών του.
Ο Κ δεν είναι κύριος του σώματος του πια. Δεν ξέρει που βρίσκεται. Δεν υπάρχει προσανατολισμός. Καμία αίσθηση δεν βοηθά. Νιώθει να σκάει στο κράσπεδο ανάσκελα. Ο πόνος παντού πάνω στο κορμί του. ΄Ολα τα κόκκαλα σπασμένα. Η συνείδηση του πλέον σε καμία συνάρτηση με το σώμα του. Είναι παγιδευμένη σε ένα σώμα που πεθαίνει. ΄Ενα μειδίαμα χαράζεται στο πρόσωπο του. Δεν έχει και διαφορά από πριν, σκέφτεται. Κοιτά ψηλά και ανάμεσα στα δάκρυα και τα αίματα ξαναβλέπει τη μορφή. Η μορφή χορεύει τόσο ζωντανά. Πρώτη φορά τη βλέπει τόσο όμορφη. Κόσμος μαζεύεται τριγύρω. Ο Κ ακούει μονάχα μασημένα λόγια και ένα βουητό. Νιώθει τους βηματισμούς και τις αναταράξεις στο έδαφος. ΄Ηρθαν να δουν τη μορφή, σκέφτεται. Η μορφή είναι επιτέλους το επίκεντρο. Το επίκεντρο της προσοχής. Η μορφή όμως χορεύοντας ανέβαινε όλο και πιο ψηλά στον ουρανό. Ο Κ την παρακολουθούσε να χορεύει κάτω από τα λίγα άστρα και αναρωτιόταν 3 εάν όλοι είναι τόσο μαγεμένοι όσο και αυτός. Η μορφή φτάνει στο ζενίθ. Κάνει νόημα στον Κ να μπει στον χορό. Ο Κ δεν αντιστέκεται διόλου. Δέχεται. Το οπτικό του πεδίο περιμετρικά σκοτεινιάζει. ΄Ολα μαύρα. ΄Ενα τελευταίο χαμόγελο και ξεψυχά. Ο Κ πετάγεται ξαφνικά από τον λήθαργο του, ξαπλωμένος μέσα στην άσπρη μπανιέρα, διαπραγματευόταν με το γεμάτο περίστροφο, το εάν θα τινάξει τα μυαλά του στο άσπρο πλακάκι. Μετά από τόσες ώρες εσωτερικής διαμάχης, είχε αποκοιμηθεί και ονειροπολούσε. Ακόμη όμως και τα όνειρα του γύριζαν γύρω από αυτό που τον βασάνιζε.
Κοιτά το περίστροφο, το μέταλλο ήταν ζεστό εκεί που το ακουμπούσε το χέρι του. Ανοίγει το μύλο βγάζει μία σφαίρα και ξεκινά να την περιεργάζεται στο χέρι του. ΄Ενα ακόμα τραγελαφικό μειδίαμα σμιλεύεται στο πρόσωπο του, περιφρονώντας την ευθραυστότητα της ανθρώπινης φύσης. ΄Οχι μόνο σφαίρες, αλλά και λέξεις, κινήσεις και μορφασμοί την σκοτώνουν καθημερινά. Η σφαίρα είναι απλά η χαριστική βολή. Αφήνει την σφαίρα να κυλήσει από το χέρι του μέσα στην μπανιέρα. Περιστρέφει και κλείνει τον μύλο. Ακουμπά το περίστροφο στην άκρη, και πιάνει το σημείωμα και το μολύβι που έχει δίπλα του. Ακουμπάει τον γραφίτη πάνω στο άσπρο. Η πληθώρα των σκέψεων τον καθιστά αδύνατο να γράψει το οτιδήποτε. Η μία αντιμάχεται την άλλη. Σε μία έκρηξη πανικού, πετάει το χαρτί και το μολύβι, πιάνει το περίστροφο και ακουμπά την κάνη στα χείλη του. Το μέταλλο είναι κρύο. Τα μάτια του δακρύζουν ενώ το δάχτυλο του χαϊδεύει τη σκανδάλη. Τη χαϊδεύει ρυθμικά. Ξαφνικά, ανάμεσα στα δάκρυα βλέπει την μορφή να χορεύει, τα φώτα του φόντου αστράφτουν καθώς το φως διαθλάται από τα δάκρυα του. Αυτή εύμορφη όσο ποτέ, τον έχει καθηλώσει. Παρατηρεί κάθε αιθέρια κίνηση της, τα μαλλιά της να κυματίζουν. Και όπως την κοιτά. Ο μύλος περιστρέφεται. Η σφαίρα διαπερνά διαμιάς το κεφάλι του Κ και καρφώνεται στον τοίχο. Τα πόδια του ύστερα από ένα ξαφνικό τίναγμα ακίνητα. Το όπλο πέφτει από το χέρι του μέσα στην μπανιέρα μαζί με το νεκρό κορμί του. Το σημείωμα έχει πλέον πέσει στο πάτωμα και γράφει μονάχα κηλίδες αίμα. ΄Οπως ήταν και από την πρώτη του στιγμή. Πλέον σκότωσε τη μορφή. Λυτρώθηκε από αυτή. Δεν είναι πια ένα έρμαιο της εικόνας της. Δεν είναι πια ένας ακόμη καθηλωμένος του χορού της. Ο χορός σταματά. Και οι θεατές αποχωρούν. ΄Ηταν όμως ο μόνος θεατής. Απέξω ξεκινά βροχή, το μπάνιο γίνεται όλο και πιο κρύο. Τα χρώματα όλο και πιο γκρι. Το νεκρό κορμί του συνάδει με την πραγματικότητα γύρω του. Σε έναν κόσμο που αργά πεθαίνει , αυτός είναι ήδη νεκρός. Το κόκκινο αίμα του στον άσπρο τοίχο, το χλωμό κορμί του στην άσπρη μπανιέρα και το γκρι του τσιμέντου στον ορίζοντα, η τελειότερη συμφωνία της ζωής. ΄Εντονα συναισθήματα πεθαίνουν έντεχνα, κατακρημνίζουν ανθρώπους και απελευθερώνουν ψυχές, μα τίποτα δεν διακόπτει την μονοτονία του γκρι.
Υποκλίνεται. Η αυλαία πέφτει, χρώματος γκρι.